Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υγραέριο

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

το, Ν
αέριο καύσιμο, αποτελούμενο κυρίως από προπάνιο ή βουτάνιο, που διατίθεται στο εμπόριο υγροποιημένο υπό πίεση σε ειδικές φιάλες τόσο για οικιακές όσο και για βιομηχανικές χρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + αέριο].