υγροποιός

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που μεταβάλλει κάτι σε υγρό ή αυτός που παράγει υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ποιός].