νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
-όν, ΜΑαυτός που μεταβάλλει κάτι σε υγρό ή αυτός που παράγει υγρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ποιός].