υγροσκελής

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει εύκαμπτα, ευλύγιστα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σκελής (<σκέλος), πρβλ. μακροσκελής].