υγρόφθογγος

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος, λιγύ-φθογγος].