υδρογόνωση
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
η, Ν
χημ. χημική αντίδραση ανάμεσα στο υδρογόνο και σε ένα χημικό στοιχείο ή σε μία χημική ένωση, που αναφέρεται συχνά ως υπόστρωμα αντίδρασης κατά την οποία άτομα υδρογόνου προσαρτώνται στα μόρια του υποστρώματος
2. φρ. α) «καταλυτική υδρογόνωση»
χημ. χημική διεργασία η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή χημικών ενδιαμέσων, για τη διύλιση του πετρελαίου, για την μετατροπή τών υψηλού βαθμού ακορεστότητας και δυσάρεστης οσμής ή γεύσης υγρών ελαίων σε λίπη στερεά ή πολτώδους υφής
β) «υδρογόνωση του άνθρακα»
(χημ. τεχνολ.) χημική διεργασία μετατροπής του άνθρακα σε υγρούς υδρογονάνθρακες κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρογόνο + κατάλ. -ωση. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrogenation].