υδροκέφαλος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑδροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός
2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο κράτος» — κράτος με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε αντιδιαστολή προς τις επαρχίες, όπου παρατηρείται έλλειψη αυτοδιοίκησης)
β) ασύμμετρος, δυσανάλογος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδροκέφαλον
ιατρ. η υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηροκέφαλος.