υδρόχοιρος

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος ημιυδρόβιων τρωκτικών της οικογένειας καβιίδες ή υδροχοιρίδες, με δύο είδη που απαντούν στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική και είναι τα μεγαλύτερα επιζώντα τρωκτικά, φθάνοντας σε μήκος τα 1,25 μέτρα, γνωστά με την κοινή ονομασία καπυμπέρα ή κάρπινχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrochoerus (< υδρο- + χοίρος)].