υμνολογώ

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ὑμνολογῶ, ὑμνολογέω, ΝΜΑ ὑμνολόγος
λέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνους
νεοελλ.
εγκωμιάζω, εξυμνώ.