ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Α1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο2. προστατεύω, υπερασπίζομαι3. (αμτβ.) υψώνομαι πάνω από κάτι4. μτφ. α) υπερέχωβ) υπερισχύω, νικώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].