υπερίσχω

From LSJ

Greek Monolingual

Α
1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι
3. (αμτβ.) υψώνομαι πάνω από κάτι
4. μτφ. α) υπερέχω
β) υπερισχύω, νικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].