υπερσιτισμός

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν υπερσιτίζω
1. ιατρ. συνεχής λήψη ποσότητας τροφής πέρα από τις ανάγκες του ατόμου οι οποίες καθορίζονται από την ηλικία, το φύλο, την εργασία και την κατάσταση της υγείας του
2. (ζωοτεχν.) παροχή σε ένα ζώο περισσότερης τροφής από όσην απαιτούν οι κανόνες της δίαιτάς του για την κάλυψη τών αναγκών του, παροχή που, ιδίως σχετικά με κατοικίδια ζώα, αποσκοπεί είτε στην αποκατάσταση ή στην αύξηση του αποθέματος λίπους στο ζώο είτε στην υποκίνηση ορισμένων λειτουργιών.