Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτερος
είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω
αρχ.
αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.