υποβάθμιση

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η, Ν υποβαθμίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποβαθμίζω (α. «υποβάθμιση της σημασίας τών δημοτικών εκλογών» β. «συνεχής υποβάθμιση τών καλλιεργούμενων εδαφών» γ. «η περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος ισοδυναμεί με καταστροφή»)
2. φρ. «υποβάθμιση ενέργειας»
φυσ. η προοδευτική μείωση της ικανότητας για παραγωγή έργου της ενέργειας που υφίσταται διαδοχικές μετατροπές σε ένα κλειστό σύστημα.