υποβαθμίζω
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
Ν
1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε κατώτερη θέση της βαθμολογικής ή ιεραρχικής κλίμακας στην οποία ανήκει, υποβιβάζω («η διοίκηση υποβαθμίζει την σημασία της αποκέντρωσης»)
2. συνεκδ. αλλοιώνω, ευτελίζω, φθείρω, κάνω κάτι να ξεπέσει ποιοτικά (α. «ο άνθρωπος και η τεχνολογία του υποβαθμίζουν το περιβάλλον» β. «υποβαθμισμένες συνοικίες [ή περιοχές]»)
3. προσδίδω μικρότερη σημασία σε κάτι («η κυβέρνηση προσπαθεί να υποβαθμίσει το επεισόδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + βαθμός + κατάλ. -ίζω].