υπόδεσμος

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
δέσμιος, φυλακισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεσμός.