υφαντουργός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
ο και η / ὑφαντουργός, -όν, ΝΜ
ο υφαντής
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης υφαντουργείου
2. μηχανικός υφαντουργείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός, σιδηρουργός].