υφαρπαγή
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
Greek Monolingual
η / ὑφαρπαγή, ΝΑ ὑφαρπάζω
επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή της ψήφου»)
2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως»
(νομ.) αδίκημα που συνίσταται στην με εξαπάτηση του αρμόδιου υπαλλήλου απόσπαση δημόσιου εγγράφου στο οποίο βεβαιώνεται αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ή στη χρήση μιας τέτοιας αναληθούς βεβαιώσεως με σκοπό την εξαπάτηση άλλου
β) «εξ υφαρπαγής»
μτφ. (με επιρρμ. σημ.) βίαια και ύπουλα.