υφαρπαγή
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
η / ὑφαρπαγή, ΝΑ ὑφαρπάζω
επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή της ψήφου»)
2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως»
(νομ.) αδίκημα που συνίσταται στην με εξαπάτηση του αρμόδιου υπαλλήλου απόσπαση δημόσιου εγγράφου στο οποίο βεβαιώνεται αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ή στη χρήση μιας τέτοιας αναληθούς βεβαιώσεως με σκοπό την εξαπάτηση άλλου
β) «εξ υφαρπαγής»
μτφ. (με επιρρμ. σημ.) βίαια και ύπουλα.