φαλτσάρω

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω φάλτσο
2. (κατ' επέκτ.) πέφτω έξω, σφάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsare «παραποιώ, νοθεύω, διαστρεβλώνω»].