φανέρωση
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek Monolingual
η / φανέρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[φανερῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φανερώνω, φανέρωμα
αρχ.
1. παρουσίαση, επίδειξη
2. το να δίνει κανείς σύνθημα ή παράγγελμα
3. αστρον. το να γίνεται κάτι ορατό.