φαρμακοθήκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, medicine-chest, POsl. 54.6 (ii/iii A. D.), Cat.Cod.Astr.1.104.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμακοθήκη: ἡ, θήκη φαρμάκων, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Rom. τ. III, σ. 158.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
κιβώτιο ή ερμάριο κατάλληλο για τη φύλαξη φαρμάκων μέσα στο σπίτι, φαρμακείο
μσν.-αρχ.
θήκη για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + θήκη.