φαρμακομύτης

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. φαρμακομύτα, Ν
άνθρωπος φθονερός, κακεντρεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + -μύτης (< μύτη), πρβλ. ψηλομύτης.