φερεκλεής

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερεκλεής Medium diacritics: φερεκλεής Low diacritics: φερεκλεής Capitals: ΦΕΡΕΚΛΕΗΣ
Transliteration A: pherekleḗs Transliteration B: pherekleēs Transliteration C: ferekleis Beta Code: ferekleh/s

English (LSJ)

φερεκλεές, renowned, prob. in Euph.79.

Greek Monolingual

-ές, Α
ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐκλεής, μεγαλοκλεής].