φθειρίζομαι
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
Pass., pick the lice off oneself, Arist.Fr.76, Thphr. Sign.16, Apollod. ap. Ath.13.586a:—Act. (with fut. -ιῶ) LXX Je.50(43).12.
German (Pape)
[Seite 1270] sich die Läuse absuchen, sich laufen, Her. vit. Hom. 35.
Greek (Liddell-Scott)
φθειρίζομαι: Παθ., «ψειρίζομαι», Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 16· ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶτα ἐφθειρίζετο Ἀθήν. 586Α· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ φθειρεῖ γῆν Αἰγύπτου ὥσπερ φθειρίζει ποιμὴν τὸ ἱμάτιον αὑτοῦ Ἱερεμ. Ν΄, 12.
Russian (Dvoretsky)
φθειρίζομαι: снимать с себя вшей Arst.