φθερσιγενής
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
φθερσιγενές, destroying the race, Ερινύες A.Th.1059 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1271] ές, das Geschlecht, den Stamm verderbend, tödtend, Aesch. Spt. 1046 Κῆρες.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
destructeur des races ou des familles.
Étymologie: φθείρω, γένος.
Russian (Dvoretsky)
φθερσῐγενής: несущий погибель роду, губительный (Ἐρινύες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φθερσῐγενής: -ές, ὁ καταστρέφων τὸ γένος, Ἐρινύες Αἰσχύλ. Θήβ. 1054.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει το γένος, που καταστρέφει τη γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθείρω + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].
Greek Monotonic
φθερσῐγενής: -ές (γένος), αυτός που καταστρέφει το γένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φθερσῐ-γενής, ές γένος
destroying the race, Aesch.