φιλοκνήμις

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκνήμῑς Medium diacritics: φιλοκνήμις Low diacritics: φιλοκνήμις Capitals: ΦΙΛΟΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: philoknḗmis Transliteration B: philoknēmis Transliteration C: filoknimis Beta Code: filoknh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, fond of wearing greaves, fond of arms, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1281] gern, gewöhnlich Beinschienen tragend, übh. = φίλοπλος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκνήμῑς: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, φίλοπλος, φιλοπόλεμος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. χαλκοκνήμις)].