φιλόκομος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
φιλόκομον, fond of one's hair, D.Chr.Κομ. Ἐγκ. p.386 B.
German (Pape)
[Seite 1281] sein Haar liebend, pflegend, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Δίων Χρυσ. παρὰ Συνεσ. 64D, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρόκομος].