φλάσμα
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
-ατος, τό, Ion. for θλάσμα, Hp.Art.36, al.
German (Pape)
[Seite 1290] τό, ion. statt θλάσμα, Quetschung, Contusion, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλάσμα: τό, Ἰων. ἀντὶ θλάσμα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· «φλάσματα, διὰ τοῦ φ καλεῖν ἔθος Ἱπποκράτει κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον, ἃ πρὸς ἡμῶν ὀνομάζεται διὰ τοῦ θ θλάσματα» Γαλην. τόμ. 12, σ. 98.