φορεσία
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, das was man trägt, Tracht, Kleid, Suid. v. χλαμύς.
Greek (Liddell-Scott)
φορεσία: ὡς καὶ νῦν, ἐνδυμασία, Βυζ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντωνῖνος· καὶ φόρεσις, εως, ἡ, Σουΐδ. ἐν λέξ. τριβή.
Greek Monolingual
η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν
ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.)
νεοελλ.
κοστούμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. -ε-σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε -σία), πρβλ. εἰρ-ε-σία: ἐρέτης, ἱκ-ε-σία: ἱκέτης. Για την αλλαγή του τόνου στον νεοελλ. τ. φορεσιά πρβλ. εκκλησία: εκκλησιά].
ἡ, Μ
βλ. φορεσιά.