φορμικτός
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
φορμικτή, φορμικτόν, sung to the φόρμιγξ, καὶ πεζὰ καὶ φ. (sc. μέλη) S.Fr.16.
German (Pape)
[Seite 1300] adj. verb. von φορμίζω, auf der Cither gespielt, zur Cither gesungen; so μέλος φορμικτόν Soph. frg. 15 bei Schol. Eur. Alc. 448.
Russian (Dvoretsky)
φορμικτός: [adj. verb. к φορμίζω исполняемый под звуки форминги (sc. μέλη Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φορμικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὁ ᾀδόμενος πρὸς φόρμιγγα, καὶ πεζὰ καὶ φ. (ἐξυπακ. μέλη) Σοφ. Ἀποσπ. 15.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φορμίζω (II)]
(για μελωδία) αυτός που εκτελείται με τη φόρμιγγα.