μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
-α, -ικο, Νφουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].