φουκαριάρης

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
φουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].