φρενικός

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρένες
2. αυτός που έχει φρενοπάθεια
3. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα
4. φρ. α) «φρενική νόσος»
ιατρ. φρενοπάθεια
β) «φρενικό νεύρο»
ανατ. κλάδος του αυχενικού πλέγματος, κυρίως από το τέταρτο αυχενικό νεύρο, ο οποίος εισέρχεται στον θώρακα πίσω από τη στερνοκλειδική άρθρωση, περνώντας μεταξύ υποκλείδιας αρτηρίας και φλέβας, εν συνεχεία πορεύεται προς τη ρίζα του σύστοιχου πνεύμονα, για να δώσει κυρίως κινητικές ίνες στο σύστοιχο ημιδιάφραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρεν- της λ. φρην. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο. Ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phrenic].