φρεσκάρω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
Ν
1. καθιστώ κάτι νωπό, δροσερό
2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω («έδωσε τα ρούχα του να τά φρεσκάρουν»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι φρέσκος, δροσερός («τα λουλούδια φρεσκάρουν με το πότισμα»)
β) γίνομαι ή φαίνομαι πιο καινούργιος
γ) (για ατμοσφαιρικά φαινόμενα και καιρικές καταστάσεις) γίνομαι πιο δροσερός, πιο ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frescare (βλ. και λ. φρέσκος)].