φτύσιμο

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φτύνω
2. συνεκδ. το σάλιο που φτύνει κανείς
3. μτφ. περιφρόνηση («δεν περίμενα τέτοιο φτύσιμο από αυτόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- του αορ. έ-φτυσ-α του ρ. φτύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βρίσιμο)].