φυρτίζεσθαι
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φυροῖς τοῖς ἱματίοις, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῖς τοῖς ἱματίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του ρηματ. επιθ. φυρτός, το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (πρβλ. αἱμόφυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·... συμπεφυρμένοις].