φυσούνι

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η φυσούνα
2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή της Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε -ούνι (πρβλ. κουδούνι)].