φόως
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
τό, Ep. = φῶς (q.v.): hence φόωσδε, to the light, to the light of day, Il.2.309, 19.103, etc.
German (Pape)
[Seite 1301] τό, ep. Dehnung des aus φάος zsgz. φῶς, Licht, Tageslicht, Hom.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
poét. c. φάος.
Russian (Dvoretsky)
φόως: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = φάος.
Greek (Liddell-Scott)
φόως: τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, ὅπερ καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ φάος, φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, ὅθεν ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φόως· φῶς. χαρά· σωτηρία», καὶ: «φόως ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).
English (Autenrieth)
see φάος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φως.
Greek Monotonic
φόως: τό, Επικ. εκτεταμ. από το φῶς, που είναι το ίδιο συνηρ. από φάος· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. φόωσδε, στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[epic lengthd. from φῶς, which is itself contr. from φάος
light, Hom., only in nom. and acc. sg.;