χαλαρώνω
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
χαλαρῶ, -όω, ΝΜΑ χαλαρός
1. καθιστώ χαλαρό κάτι, ξεσφίγγω
2. μετριάζω την ένταση
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός («χαλάρωσε το σχοινί»)
β) γίνομαι πλαδαρός («χαλάρωσε το δέρμα μου»)
2. μτφ. α) μειώνεται η έντασή μου (α. «χαλάρωσαν οι αντιδράσεις» β. «χαλάρωσαν τα αστυνομικά μέτρα»)
β) αφήνω τα μέλη του σώματός μου σε άνετη στάση.