χαμένος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για πράγμ.) αυτός που έχει χαθεί (α. «χαμένη βαλίτσα» β. «χαμένη υπόθεση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχασε χρήματα σε χαρτοπαίγνιο ή σε επιχείρηση
3. μτφ. ανόητος, ευήθης
4. υβριστική έκφραση («τί θες βρε χαμένε και συνεχώς μέ ενοχλείς;»)
5. φρ. α) «τά 'χει χαμένα»
i) είναι σαστισμένος, σάστισε
ii) τρελάθηκε
β) «χαμένο κορμί» — άνθρωπος ανάξιος λόγου, τιποτένιος, εντελώς ανίκανος
γ) «χαμένα λόγια» — ανώφελες κουβέντες
δ) «χαμένος κόπος» — ανώφελη προσπάθεια, ματαιοπονία
ε) «είμαι χαμένος» — διατρέχω μεγάλο κίνδυνο.
επίρρ...
χαμένα
1. με τρόπο χαμένου
2. φρ. «στα χαμένα»
i) μάταια, άδικα
ii) τυχαία, κουτουρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του χάνω].