χαμαιβάλανος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ, = ἄπιος (A) ΙΙ, Dsc.4.175.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.
German (Pape)
ἡ, Erdeichel, eine Art Wolfsmilch, sonst ἄπιος, Diosc.