χαμαιβάλανος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιβάλᾰνος Medium diacritics: χαμαιβάλανος Low diacritics: χαμαιβάλανος Capitals: ΧΑΜΑΙΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: chamaibálanos Transliteration B: chamaibalanos Transliteration C: chamaivalanos Beta Code: xamaiba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ, = ἄπιος (A) ΙΙ, Dsc.4.175.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.

German (Pape)

ἡ, Erdeichel, eine Art Wolfsmilch, sonst ἄπιος, Diosc.