χαριλαμπέτις
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ιδος, ἡ, graciously shining, epithet of the moon, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.111.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
(για τη σελήνη) αυτή που λάμπει με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + λαμπέτις, θηλ. του λαμπέτης (< λάμπω), πρβλ. ἐριλαμπέτις].