χειρίδα
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
Greek Monolingual
η / χειρίς, -ῑδος, ΝΜΑ
μανίκι, το τμήμα του ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ.
β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν. γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στον Μεσαίωνα) δερμάτινο γάντι ενισχυμένο με μεταλλικούς κρίκους ή πλάκες
αρχ.
1. δερμάτινο γάντι κηπουρού («χειρῖδας τ' ἐπὶ χερσί», Ομ. Οδ.)
2. γάντι για τρίψιμο στο λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. θωρακίς)].