χειρόβλημα

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόβλημα Medium diacritics: χειρόβλημα Low diacritics: χειρόβλημα Capitals: ΧΕΙΡΟΒΛΗΜΑ
Transliteration A: cheiróblēma Transliteration B: cheiroblēma Transliteration C: cheirovlima Beta Code: xeiro/blhma

English (LSJ)

-ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by δράγματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβλημα: τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = χειρόβολον, «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρόβολον, δράγμα
οἱ δὲ χειρόβλητον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλῆμα (< βάλλω)].

German (Pape)

τό, = χειρόβολον, Hesych.