χιλιάδα

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

η / χιλιάς, -άδος, ΝΜΑ
1. (με περιλπτ. σημ.) σύνολο χιλίων μονάδων ή χιλίων ομοειδών αντικειμένων (α. «του κόστισαν τρεις χιλιάδες δραχμές» β. «πολλὰς χιλιάδας ταλάντων», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. μαθημ. το σύνολο χιλίων μονάδων, θεωρούμενο ως νέα μονάδα
2. (στον πληθ. χωρίς αρθρ.) χιλιάδες
α) (για πρόσ.) άπειροι, αμέτρητοι («προσήλθαν χιλιάδες στην συγκέντρωση»)
β) πολλά χρήματα («θα κοστίσει χιλιάδες»)
3. παροιμ. α) «τα στραβά μου παραθύρια οι χιλιάδες μού τά σιάζουν» — δηλώνει ότι η μεγάλη προίκα καλύπτει πολλά ελαττώματα της νύφης
β) «τα μισά της χιλιάδας (είναι) πεντακόσια»
(ως προτροπή σε κάποιον) μην χάνεις τον καιρό σου με άσκοπους υπολογισμούς, όταν τα πράγματα είναι απλά, ή μή σέ νοιάζει, μείνε ήσυχος
αρχ.
1. (γενικά) μεγάλος αριθμός
2. χιλιετηρίδα
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Χιλιάδες
τίτλος ποιήματος του Ευφορίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεντ-άς /-άδα)].