χιονοπόλεμος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ο, Ν
παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες ρίχνουν χιονόμπαλες ο ένας στον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].