χλομιάζω

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν χλομός /χλωμός
1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του»)
2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω
3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω.