χρέμμα

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμμα Medium diacritics: χρέμμα Low diacritics: χρέμμα Capitals: ΧΡΕΜΜΑ
Transliteration A: chrémma Transliteration B: chremma Transliteration C: chremma Beta Code: xre/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, spittle, expecloration, D.L.2.67 (sed leg. κράματι).

German (Pape)

[Seite 1370] τό, Auswurf, Spucke, D. L. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

χρέμμα: ατος τό χρέμπτομαι плевок Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμμα: τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον», Διογ. Λ. 2. 67.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α χρέμπτομαί
φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο.