χρεωστικῶς

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωστικῶς Medium diacritics: χρεωστικῶς Low diacritics: χρεωστικώς Capitals: ΧΡΕΩΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: chreōstikō̂s Transliteration B: chreōstikōs Transliteration C: chreostikos Beta Code: xrewstikw=s

English (LSJ)

Adv. as a debt, Eust.56.35.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωστικῶς: ἐπίρρ. κατὰ χρέος, τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα χρεωστικῶς Ἀμφιλόχ. σ. 21. ἔκδ. Combef., Εὐστ. 56. 35.

Greek Monolingual

χρεωστικῶς, ΝΜ
επίρρ. βλ. χρεωστικός.