χρηματαγωγός

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτᾰγωγός Medium diacritics: χρηματαγωγός Low diacritics: χρηματαγωγός Capitals: ΧΡΗΜΑΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: chrēmatagōgós Transliteration B: chrēmatagōgos Transliteration C: chrimatagogos Beta Code: xrhmatagwgo/s

English (LSJ)

, money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).

Greek Monolingual

, Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός)].