χρηστικῶς

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
utilement, commodément;
Cp. χρηστικώτερον.
Étymologie: χρηστικός.

Russian (Dvoretsky)

χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).

Translations