χριστοκάπηλος

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

German (Pape)

[Seite 1377] = χριστέμπορος, K. S.

Greek Monolingual

-ον, Α
εκκλ. αυτός που επιζητεί το κέρδος εμπορευόμενος το όνομα και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κάπηλος «έμπορος»].